- ἀστροθύτης
- ἀστρο-θύτης [ῠ], ου, ὁ,A star-worshipper, D.L.Prooem.8, Sch.Pl.Alc.1.122a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστροθύτης — ἀστροθύτης, ο (Α) αυτός που θυσιάζει στα άστρα ή που λατρεύει τα άστρα … Dictionary of Greek
ἀστροθύτην — ἀστροθύτης star worshipper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek